ξεπάτωμα

ξεπάτωμα
το, -ατος
1. αφαίρεση του πάτου ή του πατώματος.
2. μτφ., ταλαιπωρία, βάσανο.
3. καταστροφή, ξεκλήρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεπάτωμα — το [ξεπατώνω] 1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου 2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα 3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”